Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012

Η εκτίμηση της κατάστασης για τη Χημική Έρευνα στην Ελλάδα και οι θέσεις μας

     Αν και οι πόροι για έρευνα στην Ελλάδα (αμοιβές ερευνητών, κόστος αναλωσίμων, εξοπλισμός υψηλού επιπέδου, κλπ) είναι ιδιαίτερα περιορισμένοι, οι Έλληνες χημικοί κάνουν ιδιαίτερες προσπάθειες να κρατήσουν την έρευνά τους σε επίπεδα εφάμιλλα των συναδέλφων τους στην υπόλοιπη Ευρώπη αλλά και παγκοσμίως.
     Οι περισσότερες ερευνητικές ομάδες Χημείας παρουσιάζουν αρκετά υψηλό επίπεδο έρευνας συγκρινόμενες με αντίστοιχες ομάδες όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά σε όλο τον κόσμο. Ορισμένες δε ομάδες αποτελούν νησίδες αριστείας στο ερευνητικό τους πεδίο και το έργο τους αναγνωρίζεται διεθνώς από τους συναδέλφους τους. Επιπλέον, πολλοί από τους Έλληνες ερευνητές χημικούς συμμετέχουν ως εταίροι σε διεθνή ερευνητικά προγράμματα χρηματοδοτούμενα είτε από την ΕΕ είτε από ιδιωτικούς φορείς. Πολλοί νέοι ταλαντούχοι Έλληνες ερευνητές γίνονται δεκτοί σε διεθνούς φήμης ερευνητικά ή ακαδημαϊκά ιδρύματα ακολουθώντας ακαδημαϊκή ή ερευνητική καριέρα στο εξωτερικό.


Κύριο προτέρημα της Ελληνικής Χημικής ακαδημαϊκής και ερευνητικής κοινότητας είναι η παρουσία διεθνώς καταξιωμένων επιστημόνων οι οποίοι εργάζονται άκοπα με σκοπό την εκπαίδευση νέων καταρτισμένων χημικών, ανταγωνιστικών ερευνητών στο διεθνές περιβάλλον εργασίας. Ένα ακόμη προτέρημα της ελληνικής χημικής ακαδημαϊκής - ερευνητικής κοινότητας είναι ο αριθμός υψηλού κύρους ερευνητών οι οποίοι επιστρέφουν στην Ελλάδα, έτοιμοι να μεταφέρουν τις πολύτιμες εμπειρίες τους από τα παγκοσμίου φήμης ακαδημαϊκά ιδρύματα στα οποία διέπρεψαν τα προηγούμενα χρόνια. Οι εμπειρίες τους τόσο στη έρευνα όσο και στη διαχείριση – διοίκηση των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων αποτελεί ισχυρό όπλο των Ελληνικών ιδρυμάτων σε ένα συνεχές διεθνές ανταγωνιστικό περιβάλλον
.
Τα κυριότερα μειονεκτήματα στην χημική έρευνα και ακαδημαϊκή ζωή στην Ελλάδα συνοψίζονται στα εξής:
α) Υπάρχει παντελής έλλειψη πολιτικών για την έρευνα, τον κεντρικό σχεδιασμό και συντονισμό, και κυρίως αδυναμία να συνδυάστουν τα αποτελέσματα της έρευνας με τα εθνικά οφέλη. Κύρια αιτία για την κατάσταση αυτή είναι ότι ποτέ το πολιτικό προσωπικό της χώρας δεν πίστεψε πραγματικά στην αξία της επιστήμης ως εργαλείο για την ανάπτυξη και την πρόοδο της χώρας.
β) Η χρηματοδότηση για έρευνα έχει γίνει μια εξαιρετικά δύσκολη δοκιμασία στην Ελλάδα, μαζί με τους εξαιρετικά χαμηλούς μισθούς για όλο το ακαδημαϊκό προσωπικό ιδιαίτερα για τους νεώτερους σε ηλικία ερευνητές και ακαδημαϊκούς, και
γ) οι εξαιρετικά περιορισμένες (και χαμηλά αμειβόμενες) ευκαιρίες και το άνοιγμα θέσεων για νέους επιστήμονες τόσο στον ακαδημαϊκό χώρο όσο και στα ερευνητικά ιδρύματα δημιουργούν ανασφάλεια για το πρόσκαιρο μέλλον.

Συνέπεια των προηγούμενων είναι οι νέοι και εξέχοντες επιστήμονες να αναζητούν διέξοδο εκτός Ελλάδας για να συνεχίσουν το πάθος τους για έρευνα ή/και να εγκαταλείπουν την επιστήμη τους για να αναζητήσουν άλλη εργασία, καλύτερα αμειβόμενη, προκειμένου να επιτευχθεί μια ανεκτή ποιότητα ζωής. Και καθώς οι ερευνητές είναι η πιο επαγγελματική κινούμενη κοινότητα η «διαρροή εγκεφάλων» θα επιταχυνθεί όσο η κατάσταση δε βελτιώνεται.
Στην Ελλάδα, οι δημόσιες δαπάνες για την έρευνα ποτέ δεν ήταν επαρκείς για τη διατήρηση των υψηλών προδιαγραφών που απαιτούνται. Παρά ταύτα, οι προσπάθειες των ακαδημαϊκών και των επιστημόνων υψηλού επιπέδου για διεθνείς συνεργασίες και εξωτερική χρηματοδότηση για την υποστήριξη της έρευνάς τους βοήθησε στην ομαλή εκπαίδευση των φοιτητών τόσο ώστε να διαπιστώνεται η άρτια εκπαίδευσή τους σε σχετικά υψηλό επίπεδο.
Οι δαπάνες για την έρευνα ήταν συνολικά περίπου 0,5% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, όταν ο μέσος όρος των δαπανών της ΕΕ ήταν περίπου 2%. Σημειώνεται ότι στο 0,5% περιλαμβάνεται μέρος των αποδοχών των μελών ΔΕΠ και των ερευνητών, δηλαδή έξοδα που δεν σχετίζονται άμεσα με την έρευνα. Στην πραγματικότητα, τα καθαρά ποσά που προορίζονται για την έρευνα ήταν ακόμη μικρότερα.
Μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν και παραμένει η παντελής έλλειψη σχεδιασμού για την έρευνα και η έλλειψη προσκλήσεων για έργα που σχετίζονται με την ανάπτυξη και την πρόοδο της ελληνικής οικονομίας. Εδώ, θα πρέπει να προστεθεί η έλλειψη ιδιωτικών κεφαλαίων - επενδύσεων στον τομέα της έρευνας, εκτός από ορισμένες βιομηχανίες, φαινόμενο που οφείλεται κυρίως στο κρίσιμο μέγεθος των βιομηχανιών, οι περισσότερες από αυτές είναι ΜΜΕ, είτε στην έλλειψη κουλτούρας των επενδύσεων στον τομέα της έρευνας. Οι περισσότερες από τις βιομηχανίες απαιτούν άμεσα κέρδη από την επένδυση στην έρευνα, πράγμα που είναι ουτοπία.

Η οικονομική κρίση έχει επηρεάσει σε πολλαπλά επίπεδα την ερευνητική δραστηριότητα στην Ελλάδα. Τα Πανεπιστήμια και τα Ερευνητικά Κέντρα έχουν φθάσει στα όριά τους. Αρκετές φορές ο μισθός καθυστερεί ακόμη και για την μόνιμα μέλη του ακαδημαϊκού ή άλλου προσωπικού. Μεγάλο πρόβλημα επίσης αποτελεί η αδικαιολόγητη καθυστέρηση της καταβολής των ποσών των εγκεκριμένων ερευνητικών προγραμμάτων. Ερευνητικά προγράμματα που είχαν εγκριθεί πριν από την κρίση, είτε έχουν αναβληθεί, διακοπεί ή τερματιστεί, ενώ την ίδια στιγμή έχει περιοριστεί ο αριθμός των εγκρινόμενων ερευνητικών προγραμμάτων. Δεν υπάρχει τίποτα για να εξασφαλιστεί ότι η κατάσταση θα αναστραφεί στο κοντινό μέλλον. Αποτέλεσμα είναι αρκετές ερευνητικές ομάδες να διαλύονται λόγω αυτής της καθυστέρησης. Μεταπτυχιακοί φοιτητές ή υποψήφιοι διδάκτορες σταματούν τις ερευνητικές τους δραστηριότητες λόγω της έλλειψης υποτροφιών ή λοιπών κεφαλαίων για την κάλυψη των τρεχουσών δαπανών των εργαστηρίων.

Η αβεβαιότητα κυριαρχεί σε όλους τους νέους χημικούς ερευνητές. Οι μεγάλες προσπάθειες των ακαδημαϊκών και επιστημόνων υψηλού επιπέδου έρευνας να εκπαιδεύσουν τους νέους χημικούς έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή υψηλού μορφωτικού επιπέδου επιστημόνων οι οποίοι διαθέτουν περισσότερα από τα απαιτούμενα προσόντα για τις περισσότερες θέσεις εργασίας στην Ελλάδα, ενώ την ίδια ώρα νέες θέσεις εργασίας στον Ακαδημαϊκό ή ερευνητικό χώρο (συμπεριλαμβανομένης της βιομηχανικής έρευνας) θα απορροφήσουν μόνο ένα ελάχιστο τμήμα αυτών των επιστημόνων. Η υψηλή υπερφορολόγηση των νέων ερευνητών οι οποίοι απασχολούνται στα ερευνητικά προγράμματα ως ελεύθεροι επαγγελματίες και όχι ως υπότροφοι αποτελεί πρωτοτυπία για τα Ευρωπαϊκά και Διεθνή δεδομένα. Ως εκ τούτου, ένα μεγάλο μέρος νέων ταλαντούχων και καταξιωμένων επιστημόνων αμειβόμενοι με εξαιρετικά χαμηλούς μισθούς προτιμούν να μετακινηθούν στο εξωτερικό παρά να αντιμετωπίσουν το φάσμα της ανεργίας στην Ελλάδα. Επίσης, οι ερευνητές που εργάζονταν στο εξωτερικό τα προηγούμενα χρόνια αναβάλουν την επιστροφή τους, περιμένοντας την βελτίωση των συνθηκών στον ακαδημαϊκό χώρο. Άλλη χαρακτηριστική επίπτωση είναι ότι τώρα πλέον οι πτυχιούχοι χημικοί ψάχνουν άμεσα στο εξωτερικό για μεταπτυχιακές σπουδές, ακόμη και αν τα δίδακτρα είναι πολύ υψηλά, προσδοκώντας στην παραμονή τους μετά το πέρας των μεταπτυχιακών τους σπουδών και στην εύρεση εργασίας εκτός Ελλάδας.

Η βοήθεια της ΕΕ στην ελληνική έρευνα ήταν συνήθως πιο έντονη κατά το παρελθόν. Στην πραγματικότητα η οικονομική κρίση δεν επηρεάζει μόνο την Ελλάδα ή τις χώρες του Μεσογειακού Νότους, αλλά την ευρωπαϊκή ήπειρο στο σύνολό της. Πιθανότατα οι προτεραιότητες της ΕΕ να επανεκτιμηθούν και ο προϋπολογισμός για την έρευνα να μειωθεί σημαντικά και εσφαλμένα, ειδικά για τις χώρες που θεωρείται ότι έχουν πιο επείγοντα θέματα. Είναι λογικό ότι οι χώρες που δεν επενδύουν στην ανάπτυξή τους - και δεν παρέχουν στους νέους επιστήμονες τις απαραίτητες ευκαιρίες - θα βρεθούν αναπόφευκτα μπροστά σε μελλοντικές εξαιρετικά δύσκολες οικονομικές καταστάσεις.

Μια ενίσχυση από την ΕΕ θα μπορούσε να βοηθήσει την κατάσταση της έρευνας στην Ελλάδα, μόνο αν η ίδια η ΕΕ ορίσει λεπτομερώς το σχέδιο, τον τρόπο και τις μεθόδους για τα ερευνητικά προγράμματα, διαφορετικά η πλειοψηφία των χρημάτων θα χαθούν στην γραφειοκρατία, κάτι που συνέβη στο παρελθόν επανειλημμένα. Οι περικοπές των μισθών πλησιάζουν το 40% για πολλούς επιστήμονες που εμπλέκονται στην έρευνα. Μια ενίσχυση της ΕΕ ειδικά για την έρευνα στις χώρες τις οποίες έπληξε περισσότερο η κρίση δυνητικά θα βοηθήσει την οικονομία τους να ανακάμψει. Ως αποτέλεσμα, οι Έλληνες ερευνητές θα μπορέσουν να παραμείνουν στη χώρα τους, να πραγματοποιήσουν μέρος της έρευνάς τους στην Ελλάδα και να στελεχώσουν τα ελληνικά ερευνητικά ιδρύματα. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να είναι πλεονέκτημα, διότι οι ταλαντούχοι ερευνητές θα μείνουν στην Ελλάδα, θα συμμετάσχουν στην εκπαίδευση των νέων επιστημόνων και θα οδηγήσουν την Ελλάδα στο δρόμο της προόδου και της ανάπτυξης. Φυσικά, χωρίς τη βοήθεια της ΕΕ τίποτα δεν θα πραγματοποιηθεί.

Σύμφωνα με σχετικές μελέτες των προηγούμενων χρόνων, οι Έλληνες χημικοί απασχολούνται κυρίως στον ιδιωτικό τομέα (28%), ενώ ένα παρόμοιο ποσοστό (26%) εργάζεται στο δημόσιο τομέα. Οι άνεργοι και οι αυτοαπασχολούμενοι χημικοί είναι γύρω στο 21%, ενώ το 5% των πτυχιούχων φοιτητών συνεχίζουν τις σπουδές τους σε μεταπτυχιακό επίπεδο. Τέλος, το 18% είναι συνταξιούχοι και το 1% υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία, ενώ 1% εργάζεται στο εξωτερικό. Σύμφωνα με εκτιμήσεις το ποσοστό αυτό έχει αυξηθεί δραματικά τα δύο τελευταία χρόνια καθιστώντας αναγκαίο ένα ευρωπαϊκό επενδυτικό σοκ στην ελληνική οικονομία προκειμένου να σταματήσει η σημερινή «διαρροή εγκεφάλων».

Η Χημεία φαίνεται να είναι μια επιστήμη που συνδέεται με την οικονομική πρόοδο και ανάπτυξη στην Ελλάδα, όπως άλλωστε συμβαίνει στις υπόλοιπες χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Ευρύτερες πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο περιβάλλον (οδηγία Seveso II, IPPC, Εναλλακτικής Διαχείρισης Αποβλήτων), καθώς επίσης και η ταχεία ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών στον τομέα της ενέργειας (φυσικό αέριο, οι κυψέλες καυσίμου υδρογόνου, ενέργεια από τα απόβλητα, κλπ), των υλικών (νέα ταινίες συσκευασίας, πολυμερή για την ηλιακή ενέργεια, τη διατήρηση των αρχαιοτήτων, βιοπολυμερή θεραπευτικά υλικά, κλπ), παραγωγή τροφίμων (βιοτεχνολογία, τα βιολογικά τρόφιμα), αιτήσεις για Ποιοτικό Έλεγχο - Υγεία & Ασφάλεια (ISO, HACCP, κλπ), αλλά και σε περιοχές της Διοίκησης Επιχειρήσεων (όπως η παροχή διαχείριση της αλυσίδας μεταφορών) δημιουργούν νέες θετικές προοπτικές για τους Έλληνες χημικούς.

Παρά τις προσπάθειες, είναι σχεδόν βέβαιο ότι και στο πιο αισιόδοξο σενάριο, η χημεία θα είναι στατική στο εγγύς και στο ενδιάμεσο μέλλον, με πιθανές εξαιρέσεις που απορρέουν από ατομικές προσπάθειες που ελπίζουμε ότι θα κρατήσουν ζωντανό το πεδίο.
Είναι απαραίτητη η διαδικασία της εξωτερικής αξιολόγησης να επεκταθεί σε όλους τους οργανισμούς, ινστιτούτα και ιδρύματα τα οποία χρηματοδοτούνται για ερευνητικούς σκοπούς και ποτέ δεν αξιολογήθηκαν μέχρι τώρα για τα αποτελέσματά τους.

Με την Α΄φάση συγχωνεύσεων που προέβλεπε το μνημόνιο τα 56 Ερευνητικά Ινστιτούτα που εποπτεύονται από την ΓΓΕΤ περιορίστηκαν σε 31 . Οι συγχωνεύσεις τότε, όπως και τώρα, δυστυχώς εστιάζονταν στους ερευνητικούς φορείς που εποπτεύονται από τη ΓΓΕΤ και μόνο. Γίνεται φανερό ότι δεν υπήρξε καμία εξοικονόμηση από τις συγχωνεύσεις αυτές αντιθέτως, συνενώθηκαν μεγάλα ινστιτούτα χωρίς θεματική συνάφεια που δεν μπορούν να διοικηθούν σήμερα, δεν έχει δοθεί ακόμη πειστική απάντηση από τους ιθύνοντες, ενισχύοντας την ίδια άποψη περί προσχηματικών συγχωνεύσεων. Πλέον η Κυβέρνηση προχωρά σε δεύτερο κύκλο συγχωνεύσεων με αποκορύφωμα την εξαγγελθείσα συγχώνευση του ΕΙΕ με το ΕΚΚΕ, συγχώνευση που απειλεί τη βιωσιμότητα και τη λειτουργικότητα του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών.

Οι αποσπασματικές συγχωνεύσεις, συμπτύξεις και ανακαινίσεις Ερευνητικών Κέντρων, πέρα από το ότι αντιβαίνουν τις επαναλαμβανόμενες κυβερνητικές ανακοινώσεις περί ανάπτυξης της χώρας, μέσω ενίσχυσης της έρευνας και της καινοτομίας, δεν μπορούν να υποκαταστήσουν το καθομολογούμενο αναγκαίο εθνικό στρατηγικό σχέδιο για την έρευνα, εκπαίδευση, καινοτομία και ανάπτυξη!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου